- φιλτρόποτον
- τὸ, Αμαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλτροπόσιμον — τὸ, Α φιλτρόποτον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + πόσιμον, ουδ. τού επιθ. πόσιμος] … Dictionary of Greek